τριακονθήμερος

τριακονθήμερος
τρῐᾱκονθ-ήμερος,
A of thirty days,

θέα IG42(1).532

(Epid.);

ἀνοχαί Plb.5.28.1

;

μῆνες Nicom.

ap. Theol.Ar.48; [dialect] Ion. [full] τρῐηκοντήμερος,

μήν Hdt.2.4

: but [dialect] Dor. [full] τρῐᾱκοντάμερος, τό (q. v.), is perh. a different word.
2 τριακονθήμερον, τό, a time of thirty days, Plb.21.13.12, etc.
3 thirty days old,

χοιρίδιον PCair.Zen.478

(iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριακονθήμερος — η, ο / τριακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονθήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ημερών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριακονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα τριάντα ημερών αρχ. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα… …   Dictionary of Greek

  • τριακονθήμερος — τριᾱκονθήμερος , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοντημέρους — τριακονθήμερος of thirty days masc/fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονθήμερον — τριᾱκονθήμερον , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem acc sg τριᾱκονθήμερον , τριακονθήμερος of thirty days neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηκοντήμερος — ον, Α ιων. τ. βλ. τριακονθήμερος …   Dictionary of Greek

  • τριακονθημέροις — τριᾱκονθημέροις , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονθημέρου — τριᾱκονθημέρου , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονθημέρους — τριᾱκονθημέρους , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονθημέρων — τριᾱκονθημέρων , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονθημέρῳ — τριᾱκονθημέρῳ , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονθήμερα — τριᾱκονθήμερα , τριακονθήμερος of thirty days neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”