τριακονθήμερος — η, ο / τριακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονθήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ημερών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριακονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα τριάντα ημερών αρχ. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα… … Dictionary of Greek
τριακονθήμερος — τριᾱκονθήμερος , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοντημέρους — τριακονθήμερος of thirty days masc/fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονθήμερον — τριᾱκονθήμερον , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem acc sg τριᾱκονθήμερον , τριακονθήμερος of thirty days neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοντήμερος — ον, Α ιων. τ. βλ. τριακονθήμερος … Dictionary of Greek
τριακονθημέροις — τριᾱκονθημέροις , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονθημέρου — τριᾱκονθημέρου , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονθημέρους — τριᾱκονθημέρους , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονθημέρων — τριᾱκονθημέρων , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονθημέρῳ — τριᾱκονθημέρῳ , τριακονθήμερος of thirty days masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονθήμερα — τριᾱκονθήμερα , τριακονθήμερος of thirty days neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)